ὀφθαλμοδουλεία

ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμο-δουλεία, ,
A eye-service, Ep.Eph.6.6: in pl., Ep.Col.3.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμοδουλείᾳ — ὀφθαλμοδουλείᾱͅ , ὀφθαλμοδουλεία eye service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμοδουλεία — ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α) η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία] …   Dictionary of Greek

  • ὀφθαλμοδουλείαν — ὀφθαλμοδουλείᾱν , ὀφθαλμοδουλεία eye service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοδουλείαις — ὀφθαλμοδουλεία eye service fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”